Перевод: с немецкого на все языки

ὅταν ἵκῃ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογενείς ύφαλοι — Οικοσυστήματα που σχηματίζονται από κοράλλια –κυρίως της υφομοταξίας των σκληρακτινίων– που ζουν συμβιωτικά με μονοκύτταρα φύκη (ζωοξανθέλες) και αποτελούν κύρια πηγή πρωτογενούς παραγωγής. Συναντώνται στα ζεστά, διαυγή και ρηχά νερά των τροπικών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»